λεπτόγαιος

λεπτόγαιος
και λεπτόγειος, -ο και λεπτόγεως, -ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, -ον και λεπτόγεως, -ων)
αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα
τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος < λεπτ(ο)-* + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. ισό-γαιος. Ο τ. λεπτόγειος < λεπτ(ο)-* + γειος (< γῆ), πρβλ. ισόγειος. Ο τ. λεπτόγεως < λεπτ(ο)-* + -γεως (γῆ), πρβλ. κατώ-γεως. (Περισσότερα για τη μορφή τού β' συνθετικού σε -γαιος, -γειος, -γεως, βλ. στη λ. γη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγειος — ο (Α λεπτόγειος, ον) βλ. λεπτόγαιος …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγεως — ων (Α λεπτόγεως, ων) βλ. λεπτόγαιος …   Dictionary of Greek

  • ԹԵԹԵՒԱՀՈՂ — ( ) NBH 1 0804 Chronological Sequence: 6c ա. λεπτόγεω, λεπτόγαιος cujus solum tenue est Ուր խորութիւն հողոյն է սակաւ. *Զթեթեւահողն եւ զերէզն եւ զանպտղաբեր երկիրն ոռոգանիցէ. Փիլ. այլաբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”